θεωρηματικος

θεωρηματικος
    θεωρηματικός
    θεωρημᾰτικός
    ὅ сторонник чистого умозрения, теоретик (эпитет философа Метродора) Diog.L.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "θεωρηματικος" в других словарях:

  • θεωρηματικός — θεωρηματικός, ή, όν (Α) [θεώρημα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θεώρημα 2. αυτός που επιδίδεται σε θεωρία 3. (ως επίθ. τού Μητροδώρου, μαθητή τού Στίλπωνος) ο δογματικός, αυτός που πραγματεύεται τη διδασκαλία του με θεωρήματα 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • θεωρηματικός — to be interpreted as seen masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρηματικά — θεωρηματικός to be interpreted as seen neut nom/voc/acc pl θεωρηματικά̱ , θεωρηματικός to be interpreted as seen fem nom/voc/acc dual θεωρηματικά̱ , θεωρηματικός to be interpreted as seen fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρηματικῶν — θεωρηματικός to be interpreted as seen fem gen pl θεωρηματικός to be interpreted as seen masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρηματικόν — θεωρηματικός to be interpreted as seen masc acc sg θεωρηματικός to be interpreted as seen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρηματικαί — θεωρηματικός to be interpreted as seen fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρηματικοῖς — θεωρηματικός to be interpreted as seen masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρηματικοί — θεωρηματικός to be interpreted as seen masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρηματικούς — θεωρηματικός to be interpreted as seen masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρηματικῆς — θεωρηματικός to be interpreted as seen fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεωρηματική — θεωρηματικός to be interpreted as seen fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»